Μέχρι νεωτέρας

24/03/2009

Το δικαίωμα να υπάρχω

Filed under: Uncategorized — mehrineoteras @ 17:30
Tags:

Σε μια εποχή όπως τη σημερινή, στην οποία όχι μόνο έχουν συρρικνωθεί τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα αλλά η κυβέρνηση προετοιμάζει και νέα επίθεση εναντίον τους, είναι αναγκαίο η αριστερά –σε όλες τις πολιτικές και κοινωνικές εκδοχές της– να ρίξει το βάρος της στην προσπάθεια για την υπεράσπισή τους.

Η πραγματικότητα αυτή έκανε τη συζήτηση που διεξήχθη στη συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ για τα Δικαιώματα, το σαββατοκύριακο, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.

Οι άνθρωποι της αριστεράς που βρέθηκαν εκεί –από κόμματα, μονοθεματικές οργανώσεις και κοινωνικούς φορείς– αναζητούσαν τρόπο να συνθέσουν το –εξ αντικειμένου– πολυδιάστατο δικαιωματικό τοπίο και να γεφυρώσουν τις διαφορετικές ταχύτητες. Σ’ αυτόν ακριβώς τον τομέα μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ένα κόμμα της αριστεράς, όχι δηλαδή υποκαθιστώντας τις θεματικές οργανώσεις στη δράση τους (για τους μετανάστες, τους φυλακισμένους, τους ψυχικά ασθενείς, τις μειονότητες), αλλά δίνοντάς τους το έδαφος για τη μεταξύ τους επικοινωνία και κατανόηση και μεταφέροντας τη φωνή τους στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Και κάτι ακόμη εξίσου σημαντικό. Καλλιεργώντας μια πολιτική κουλτούρα που θα βάζει σε πρώτη μοίρα τους συλλογικούς στόχους αντί για τις προσωπικές φιλοδοξίες, μια κουλτούρα πραγματικού σεβασμού της ισότητας και της δημοκρατίας.

Δυστυχώς, αν στα πρώτα δύο είμαστε σε καλό δρόμο, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για το τελευταίο. Όχι τόσο γιατί καμιά φορά η προσωπική οπτική καπελώνει τις συλλογικές αποφάσεις, όσο γιατί αυτό φαίνεται να αποκτά χαρακτηριστικά πραγματικής πολιτικής κουλτούρας για ένα κομμάτι του χώρου μας και άρα να παγιώνεται και να νομιμοποιείται. Αυτή η αριστοκρατική αντίληψη για την πολιτική, όπως την ονομάζω, έκανε ξανά δυναμικά την εμφάνισή της την προηγούμενη εβδομάδα, σοκάροντας και απογοητεύοντας τον κόσμο της αριστεράς. Το ερώτημα που πλανάται, ιδίως ανάμεσα στους νέους, απαντιέται δύσκολα και υπονομεύει την ανανεωτική αριστερά σε επίπεδο αξιών: γιατί να ενταχθώ στην αριστερά όταν και αυτή έχει τους δικούς της «ιδιοκτήτες», που δεν επιθυμούν να μοιραστούν με κανέναν την εξουσία τους;

Όσο και να αδικεί αυτό το ερώτημα μεμονωμένα πρόσωπα (γιατί φυσικά, κανείς δεν είναι 100% το ένα πράγμα και 0% το άλλο), νομίζω ότι συνολικά βάζει το δάχτυλο στην πληγή. Η ανανεωτική αριστερά, για όλους εμάς που αποτελούμε συνειδητά μέρος της, είναι συνυφασμένη με την υπέρβαση της γραφειοκρατίας, της άσκησης ατομικής πολιτικής, των επετηρίδων. Κι όμως πολλά στελέχη της –ίσως αναπόφευκτα, αφού αυτή είναι η κυρίαρχη κουλτούρα στην κοινωνία μας– προωθούν με την πρακτική τους τα ακριβώς αντίθετα. Ορίζουν την «ανανεωτική αριστερά» με ιδιοκτησιακούς όρους (όποιος δεν ήταν εδώ το 1968 δεν μπορεί να είναι ανανεωτικός) και αναγορεύουν τους εαυτούς τους σε προστάτες της «ανανεωτικής παράδοσης», της οποίας είναι «εξ ορισμού» οι μόνοι αυθεντικοί ερμηνευτές, ακόμη κι αν η ερμηνεία τους έρχεται σε σύγκρουση με τις συλλογικές αποφάσεις (τόσο το χειρότερο γι’ αυτές).

Είναι μια αντίληψη που ποτίζει σε βάθος (και τελικά ακυρώνει) ακόμη και την πιο αριστερή πρόταση που μπορεί να διατυπώνει κάποιος, καθώς αρνείται να μοιραστεί την απόφαση για αυτήν με τους υπόλοιπους. Γι’ αυτό άλλωστε δεν επιλέγει να συνομιλήσει μαζί τους (κάτι που προϋποθέτει να εξισωθεί μαζί τους) αλλά με τα «ανώτερα στελέχη» της πολιτικής και της κοινωνίας (δηλαδή με «ομοίους» του). Γιατί σύντροφε Δημήτρη, σύντροφε Φώτη, σύντροφε Σπύρο, σύντροφε Λεωνίδα, όταν μου κουνάς το δάχτυλο από την τηλεόραση γνωρίζοντας πολύ καλά ότι εγώ δεν έχω τη δυνατότητα να σου απαντήσω, καταργείς τον μεταξύ μας διάλογο και οικοδομείς μια νέα ιεραρχική σχέση. Από αυτές που η ανανεωτική αριστερά θέλει να καταργήσει.

20/03/2009

Το διαδίκτυο ως νέος δημόσιος χώρος. Από την εικονική πραγματικότητα στη συλλογική δράση.

Το διαδίκτυο έχει εισβάλει τα τελευταία χρόνια δυναμικά στο πολιτικό πεδίο [κάποιοι θα λέγανε και το αντίστροφο, ότι δηλαδή η πολιτική έχει εισβάλει στο διαδίκτυο] όχι μόνο ως εργαλείο/πλατφόρμα πολιτικής επικοινωνίας, αλλά ως δημόσιος χώρος όπου «γίνεται» πολιτική. Επειδή όμως πολιτική δεν είναι απλώς οι εκλογές, τα κόμματα και οι καμπάνιες τους, αλλά και η διαδικασία με την οποία οι ομάδες λαμβάνουν συλλογικές αποφάσεις και διαμορφώνουν αντιλήψεις, έτσι λοιπόν στο ίντερνετ, όπως και σε όλους τους χώρους, είναι εγγεγραμμένη μια ένταση ανάμεσα στο συλλογικό και στο ατομικό, στη συμμετοχή και στην ανάθεση/εκχώρηση πολιτικού ρόλου σε κάποιον τρίτο. Μάλιστα, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του διαδικτύου η ένταση αυτή παίρνει πρωτότυπη μορφή, καθώς στη φυσική απόσταση που χωρίζει τους ανθρώπους σε ένα δίκτυο αντιπαρατίθεται ο πολλαπλασιασμός της επικοινωνίας τους και η δυναμική που αυτός δίνει.

Συνήθως, στις αναλύσεις για τη σημασία των νέων τεχνολογιών κυριαρχεί η επισήμανση των εκπληκτικών δυνατοτήτων που έχει δώσει το διαδίκτυο για επικοινωνία μεταξύ προσώπων και οργανώσεων, για συντονισμό τους, για πρόσβαση σε πληρέστερη τεκμηρίωση και για αξιοποίηση απομακρυσμένων πόρων. Όντως, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν ο καθένας και η καθεμιά αποτελεί σήμερα όχι μόνο δέκτη, αλλά και παραγωγό –δυνητικά τουλάχιστον– πληροφοριών, οι οποίες μάλιστα έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν σε ευρύτατο ακροατήριο. Παράλληλα, η άυλη υπόσταση όλων μας στο διαδίκτυο καταργεί σε μεγάλο βαθμό κάποιες ισχυρές παραδοσιακές προκαταλήψεις. Το τι λες και σε ποιο στρατόπεδο εντάσσεσαι αποκτά μεγαλύτερη σημασία από το αν είσαι γυναίκα, ηλικιωμένος, άτομο με αναπηρία, όχι λευκός, ή όλα αυτά μαζί. Φυσικά είναι λάθος ο ενθουσιασμός μας για το νέο μέσο να μας κάνει να πιστεύουμε ότι αυτόματα αίρονται όλοι οι φραγμοί: η γλώσσα, η κουλτούρα, το ψηφιακό χάσμα, οι οικονομικές δυνατότητες, αλλά και οι έμφυλες σχέσεις από μια βαθύτερη σκοπιά από αυτήν που προανέφερα –καθώς μια γυναίκα έχει λόγω κοινωνικού ρόλου πολύ λιγότερες δυνατότητες να βρεθεί μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της με πρόθεση να συμμετάσχει στο πολιτικό παιχνίδι– παραμένουν ισχυροί περιοριστικοί παράγοντες που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη όταν μελετάμε τη διαδικτυακή πολιτική ή όταν σχεδιάζουμε πολιτική μέσα από το διαδίκτυο.

Εκτός όμως από αυτά τα ζητήματα, έχει ενδιαφέρον να προβληματιστεί κανείς με πιο θεμελιώδεις όρους για τον πολιτικό ρόλο του διαδικτύου: τι είδους πολιτική θέλουμε να γίνεται στο διαδίκτυο και τι προϋποθέσεις αυτή η θέλησή μας θέτει;

Μια πρώτη ταξινόμηση για το ερώτημα αυτό (η οποία σίγουρα δεν είναι εξαντλητική, μας βάζει όμως νομίζω σε μια σειρά) θα μπορούσε να είναι η εξής:

  1. Παρεμβατική: Να επηρεάζει τα πράγματα και τις εξελίξεις.
  2. Σε επαφή με τη συγκυρία και τις κοινωνικές ανάγκες / κοινωνικές εξελίξεις.
  3. Να ενδυναμώνει τους πολίτες (παρέχοντας γνώση και τεκμηρίωση υψηλού επιπέδου, εμπειρία, συλλογική μνήμη) απέναντι στους «τεχνικούς της εξουσίας».
  4. Να αμφισβητεί την εξουσία και την κουλτούρα της, τις σημερινές ιεραρχικές δομές, την κοινωνική αδικία, τις διακρίσεις, την κυρίαρχη αξία του κέρδους.
  5. Να προωθεί μια κουλτούρα συμμετοχής στα κοινά και όχι ανάθεσης / εκχώρησης πολιτικού ρόλου.
  6. Να στηρίζει τον πλουραλισμό, τη δημοκρατία και το διάλογο στις πιο ουσιαστικές εκδοχές τους.
  7. Να είναι σε επαφή με την ιστορία, με το παρελθόν της πολιτικής και να αντλεί από τη συσσωρευμένη εμπειρία.
  8. Να απορρίπτει την απόλυτη διάκριση μεταξύ διαδικτυακής και παραδοσιακής πολιτικής.
  9. Να έχει διάρκεια, σταθερότητα και συνέχεια.

Πολλά από τα παραπάνω χαρακτηριστικά μπορούν όντως να εκφραστούν προνομιακά στον κυβερνοχώρο, άλλα το καταφέρνουν απλώς ικανοποιητικά, ενώ υπάρχουν και εκείνα που είναι μάλλον σε μειονεκτική θέση στο διαδίκτυο. Με άλλα λόγια, το ίντερνετ δεν είναι a priori ένας πιο πολιτικός χώρος από τους υπόλοιπους ούτε μια αυτόματη απάντηση στην πολιτική απάθεια ή στην πολιτική του συρμού.

Τι απαιτείται λοιπόν ώστε ο δημόσιος χώρος που λέγεται διαδίκτυο να διασφαλίσει τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά;

Η φυσική διάσταση της πολιτικής

Ένας βασικός όρος για μια τέτοια πρόσληψη της πολιτικής είναι η «σωματικότητα». Η πολιτική –και αυτή είναι η μαγεία της– δεν είναι μόνο ιδέες, δεν είναι μόνο ανταλλαγή επιχειρημάτων. Έχει και μια υλικότητα που συγκλονίζει και παίζει κομβικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Οι δύο αυτές διαστάσεις (ιδέες και ύλη) αλληλοτροφοδοτούνται, για να δώσουν ένα μοναδικό κάθε φορά μίγμα. Η πολιτική γίνεται από ανθρώπους για ανθρώπους, οι ιδέες επικρατούν στο κοινωνικό πεδίο όχι μόνο λόγω της δυνατότητάς τους να δώσουν απαντήσεις στα κοινωνικά προβλήματα, αλλά και μέσα από τη φυσική αντιπαράθεση των φορέων τους.

Για παράδειγμα, το πού θα κλίνει (στην πράξη και στην ιδεολογία) το δίλημμα «τάξη ή ελευθερία» που θέτει η κυβέρνηση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την έκβαση της σύγκρουσης πάνω σε πολύ απτά πράγματα: αν θα μπουν κάμερες παντού, αν θα καταργηθεί το πανεπιστημιακό άσυλο και αν θα πηγαίνει φυλακή όποιος φοράει ένα μαντίλι για να γλιτώσει από τα δακρυγόνα ή αν όλα αυτά δεν θα καταστούν εφικτά επειδή οι πολίτες με τη στάση τους δεν θα τα αποδοκιμάσουν απλώς, αλλά κυριολεκτικά θα τα εμποδίσουν.

Και, προσοχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δύναμη των ιδεών πάει περίπατο. Απλώς υπογραμμίζει ότι οι πράξεις δημιουργούν ιδεολογία, διαμορφώνουν αντιλήψεις και επιβάλλουν πραγματικότητες.

Ούτε σημαίνει ότι το διαδίκτυο βγαίνει από το πολιτικό παιχνίδι και μετατρέπεται «απλώς» σε εργαλείο. Αντίθετα, εκεί σήμερα όχι μόνο ανάβει ο διάλογος για το θεωρητικό υπόβαθρο της αντιπαράθεσης, αλλά και οργανώνονται πράξεις παρέμβασης στις εξελίξεις. Αξίζει να θυμηθούμε τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα για τις φωτιές της Πάρνηθας, οργανωμένη από μπλόγκερ, το συντονισμό μαθητών και τον ορισμό ραντεβού για τις πορείες του Δεκέμβρη μέσω μπλογκ, μέιλ, facebook κ.λπ., ή την πρόσφατη «πορεία με κουκούλες», που είχε όμως περιορισμένη συμμετοχή (καταρρίπτοντας έτσι και το μύθο ότι το διαδίκτυο έχει εξ ορισμού μεγαλύτερες δυνατότητες κινητοποίησης των πολιτών από τα παραδοσιακά κοινωνικά δίκτυα).

Μια σύγκριση με την παραπάνω λίστα δείχνει ότι δεν καλύπτονται ποτέ όλες οι «προϋποθεσεις» που θέσαμε. Τα τελευταία μάλιστα σημεία της φαίνεται να είναι και τα πιο δύσκολο να εκφραστούν διαδικτυακά, ενώ συχνά δεν αποτελούν καν αντικείμενο προβληματισμού της ηλεκτρονικής κοινότητας (π.χ. τα σημεία 8 και 9 κατά την προετοιμασία της διαμαρτυρίας για την Πάρνηθα). Αυτό βέβαια δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη. Κάθε μέσο έχει τα όρια και τους περιορισμούς του. Η επισήμανση γίνεται κυρίως επειδή σήμερα –και ιδίως στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας– έχει επικρατήσει η αντίληψη περί απεριόριστων δυνατοτήτων του διαδικτύου και της υποτιθέμενης δυνατότητας που έχει να υποκαταστήσει πλήρως την «παραδοσιακή πολιτική»· αντίληψη που οδηγεί αναπόφευκτα στην ενσωμάτωση των διαδικτυακών πρωτοβουλιών στον κυρίαρχο τρόπο σκέψης.

Η πολιτική διάσταση της δομής των δικτύων

Η υλικότητα έχει όμως και μια ακόμη διάσταση για την πολιτική, πέρα από αυτή της «πολιτικής κουλτούρας», που προανέφερα. Δηλαδή, πώς οι δομές και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του διαδικτύου ευνοούν τη μία ή την άλλη αντίληψη για την κοινωνία και τον κόσμο.

Για παράδειγμα, η υιοθέτηση του ελεύθερου λογισμικού έχει συνέπειες: στον τρόπο που οργανώνεται η εργασία στο ίντερνετ και μέσα από αυτό, στον καθορισμό από την κοινότητα των προγραμματιστών των προτεραιοτήτων της δουλειάς τους και όχι από τα εμπορικά τμήματα των πολυεθνικών, στη διατήρηση ενός σημαντικού κομματιού της ανθρώπινης δραστηριότητας έξω από τον «σκληρό πυρήνα» της αγοράς, στον τρόπο με τον οποίο ακόμη και όσοι δεν είμαστε προγραμματιστές αντιλαμβανόμαστε τις νέες τεχνολογίες.

Κατά πόσο λοιπόν οι υλικές και άυλες δομές που κατασκευάζονται στο διαδίκτυο προωθούν μια κουλτούρα συμμετοχής και ισότητας;

Από τη μια μεριά, η ένταξη σε μια «φαντασιακή»/διαδικτυακή συλλογικότητα διευκολύνει το χρήστη να ξεπεράσει ενδεχόμενες αναστολές του σχετικά με τη συλλογική δράση και ίσως του ανοίγει δρόμους ένταξης σε μια πραγματική/κοινωνική συλλογικότητα. Τον καθιστά μέρος μιας ομάδας, αίσθημα που ίσως δεν έχει βιώσει στην κοινωνική του ζωή, αλλά που η ηλεκτρονική του ζωή τού παρέχει τη δυνατότητα να εξετάσει, ξεπερνώντας ανασφάλειες ή και πρακτικές δυσκολίες.

Υπάρχει φυσικά και ο αντίστροφος κίνδυνος, να επαναπαυτεί στη διαδικτυακή συλλογικότητα και να μην αναζητήσει ποτέ κάτι περισσότερο, αλλά ακόμα κι έτσι, διαμορφώνει μια ταυτότητα «μέλους», που καλλιεργεί το αίσθημα του «ανήκειν», το αίσθημα αλληλεγγύης με τα άλλα μέλη της ίδιας ομάδας, αλλά και τη διάθεση ανάληψης ευθυνών/υποχρεώσεων και τη διεκδίκηση δικαιωμάτων εντός της συλλογικότητας. Το πού θα γείρει η πλάστιγγα έχει να κάνει με τους ίδιους τους περιορισμούς που θέτουμε στα δίκτυά μας, με τους όρους λειτουργίας και τη χρήση τους.

Έτσι, για παράδειγμα, η αμφίδρομη και περίπου αδιαμεσολάβητη σχέση που εγκαθιδρύεται μέσω του διαδικτύου ανάμεσα στον πολίτη και τον πολιτικό ηγέτη είναι όντως πρωτοεμφανιζόμενη, όπως διθυραμβικά επισημαίνουν πάμπολλοι αναλυτές και πολιτικοί (πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι σε χαμηλότερες έστω βαθμίδες πολιτικών στελεχών υπήρχε ανέκαθεν, γεγονός που μετριάζει τον καινοφανή χαρακτήρα της), δεν παύει όμως να είναι ιεραρχική: τις τελικές αποφάσεις θα τις πάρει για λογαριασμό μας ο πολιτικός ηγέτης, διαλέγοντας από τα διάφορα κομμάτια του εκλογικού σώματος αυτά που ο ίδιος επιθυμεί να αντιπροσωπεύσει. Είναι δυνατό άραγε να υπάρξουν δομές επικοινωνίας και συντονισμού που μπορούν να ακολουθήσουν την αντίστροφη πορεία –από κάτω προς τα πάνω–, μέσω των οποίων δηλαδή:

α) θα συγκροτούνται κοινότητες ανθρώπων,

β) θα αναδεικνύουν οι ίδιες εκπροσώπους από το εσωτερικό τους, αντί να περιμένουν να τις «αγοράσει» στο σουπερμάρκετ της εκλογικής στρατηγικής κάποιος επικοινωνιολόγος;

Απ’ ό,τι φαίνεται όλοι οι δρόμοι μάς οδηγούν στην αρχική παρατήρηση. Η κουλτούρα της συμμετοχής, της συλλογικής δράσης και της συνάντησης με άλλα κομμάτια των κοινωνικών κινημάτων αναδεικνύεται σε κομβική παράμετρο για το τι είδους πολιτική γίνεται στο διαδίκτυο: μια πολιτική συναίνεσης ή μια πολιτική χειραφέτησης των πολιτών; Κι αυτό είναι ένα ερώτημα το οποίο θα συνεχίσει να στοιχειώνει τη συζήτηση όσο κι αν το αποφεύγουμε.

Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στο διεθνές συνέδριο «Web Science Conference 2009 – Society On-Line» (Αθήνα, 18-20 Μαρτίου 2009) και αποτελούσε την εισήγηση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς στη συνεδρία «Πολιτική στο διαδίκτυο». Μια συνοπτική του μορφή δημοσιεύτηκε στα «Ενθέματα» της «Κυριακάτικης Αυγής» τον Ιούνιο του 2009.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.